- ῥαψῳδῶν
- ῥαψῳδέωrecite poemspres part act masc nom sg (attic epic doric)ῥαψῳδόςreciter of Epic poemsmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… … Dictionary of Greek
εποποιός — ο (AM ἐποποιός) επικός ποιητής, συνθέτης επικού ποιήματος αρχ. γεν. στιχουργός, ποιητής («ἐποποιῶν... καὶ ραψῳδῶν τὰ τοιαῡτα, ἐγὼ δὲ ἥκιστα ποιητικός εἰμι», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έπος + ποιος (< ποιώ)] … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
ομηρίδης — ὁμηρίδης, ὁ (Α) συν. στον πληθ. οἱ ὁμηρίδαι α) γενεά ραψωδών που κατοικούσε στη Χίο και θεωρούνταν ότι καταγόταν από τον Όμηρο, τού οποίου τα ποιήματα έψαλλε στις κοινές συνελεύσεις τών Ελλήνων β) ραψωδοί τού 6ου π.Χ. αιώνα που απήγγελλαν και… … Dictionary of Greek
ράβδος — η / ῥάβδος, ΝΜΑ·1. επίμηκες, κυλινδρικό και λεπτό τεμάχιο ξύλου ή ξύλινο στέλεχος το οποίο κρατείται από το χέρι είτε για στήριξη τού σώματος κατά το βάδισμα είτε ως πρόχειρο όπλο άμυνας ή επίθεσης, βακτηρία, μπαστούνι, μαγκούρα («ταχὺ πηδῶ τῆς… … Dictionary of Greek
σκήπτρο — Σύμβολο της βασιλικής εξουσίας. Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν αρχικά, οποιαδήποτε απλή ράβδος, που χρησίμευε σαν στήριγμα στους γέρους και τους οδοιπόρους. Σταδιακά έγινε σύμβολο της εξουσίας των βασιλιάδων και από ένα απλό ξύλινο ραβδί… … Dictionary of Greek
Βολφ, Φρίντριχ Άουγκουστ — (Friedrich August Wolf, 1759 – 1824).Γερμανός φιλόλογος και ελληνιστής. Σπούδασε φιλολογία στο Γκέτινγκεν. Το 1777 εξέδωσε μια μελέτη του για τα ομηρικά έπη, στην οποία αναφέρθηκε επικριτικά ο συμπατριώτης του ποιητής Χάινε. Το 1872, ένα νέο έργο … Dictionary of Greek
Ομηρίδες — Ονομασία ραψωδών οι οποίοι τραγουδούσαν στις διάφορες ελληνικές περιοχές τα ομηρικά έπη. Αρχικά ονομάστηκαν έτσι οι απόγονοι του Ομήρου, που είχαν την αποκλειστικότητα της απαγγελίας των ποιημάτων του, με κληρονομικό δικαίωμα. Αργότερα όμως την… … Dictionary of Greek
Πάσοβ, Άρνολντ — (Passow, 1829 – 1870). Γερμανός ελληνιστής. Συνέδεσε το όνομά του με τη νεοελληνική φιλολογία και τη λαογραφία, γιατί επιχείρησε μια πρώτη φιλολογική, σύμφωνη με την επιστημονική μεθοδολογία, έκδοση των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών (Tραγoύδια… … Dictionary of Greek
ωδείο — το 1. στους αρχαίους, στεγασμένο μουσικό θέατρο, όπου γίνονταν μουσικοί αγώνες ραψωδών και κιθαρωδών. 2. σήμερα σχολείο μουσικής και δραματικής τέχνης: Στέλνω το παιδί μου στο ωδείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)